- ἰθυφαλλικόν
- ἰθυφαλλικόςithyphallicmasc acc sgἰθυφαλλικόςithyphallicneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιθυφαλλικός — ἰθυφαλλικός, ή, όν (Α) [ιθύφαλλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιθύφαλλο* 2. φρ. «ἰθυφαλλικὸν μέτρον» η τροχαϊκή βραχυκατάληκτη τετραποδία ή το τροχαϊκό βραχυκατάληκτο δίμετρο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰθυφαλλικά ποιήματα σε… … Dictionary of Greek